- προεπίδοση
- η / προεπίδοσις, -όσεως, [ἐπίδοσις] ΝΜνεοελλ.(νομ.) η επίδοση εκτελεστού τίτλου πριν από ορισμένη προθεσμία, ώστε να καταστεί δυνατή η διαδικασία εκτέλεσηςμσν.το να δίνει, να παρέχει πρώτος κανείς κάτι σε κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.